Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

Στο τέλος της ημέρας : Ο Αλέξης

Απο τα καλύτερα κείμενα που διάβασα σχετικά με το θέμα των ημερών!!!

Ο Αλέξης λοιπόν, δεκαπέντε χρονών και κάτι, καλό παιδί, καλός μαθητής, τρυφερός, συνεσταλμένος λένε, απο μια οικογένεια αστική με άνεση οικονομική, κάτοικος Π.Ψυχικού, «Μωραϊτάκι» αν κατάλαβα καλά (πήγαινε δηλαδή στη σχολή Μωραϊτη), κατέβηκε του αγίου Νικολάου στην Αθήνα για να βρεί τούς φίλους του και να γιορτάσουν τον Νικόλα που κερνούσε σε κάποιο ζαχαροπλαστείο στα Εξάρχεια. Δέκα λεπτά μάλιστα πρίν τον δολοφονήσει εν ψυχρώ ένας άγνωστός του αστυνομικός, είχε τηλεφωνήσει στην μητέρα του απο το κινητό του (όπου την είχε «αποθηκευμένη» με την ένδειξη «Μαμά»), για να τής πεί «εδω είμαι, είμαι καλά, δεν θ΄αργήσω, φιλιά». Λίγα λεπτά αργότερα δέχτηκε μια σφαίρα στην καρδιά και έπεσε νεκρός. Και μαζί του μια ολόκληρη Ελλάδα πάγωσε και επι μια ολόκληρη μέρα προσπαθούσε να καταλάβει τι γίνεται, ενω θυμωμένα παιδιά και, απο δίπλα, επαγγελματίες, συνεργάτες και κολλητάρια του μαφιόζικου αστυνομικού παρακράτους, γνωστοί σε μας απο παλιότερα επεισόδια και βρώμικα κόλπα, καίγανε την Αθήνα, την Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις δημιουργώντας μιαν εικόνα πλήρους χάους που μας έκανε πρώτη είδηση σε όλα τα διεθνή κανάλια, του CNN συμπεριλαμβανομένου, το οποίο μάλιστα κατέληγε στο τέλος του ρεπορτάζ του πως όλα αυτά είναι αποτέλεσμα «της ψαλίδας που έχει ανοίξει ανησυχητικά ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς στην Ελλάδα».
Τώρα που, μεσάνυχτα της Κυριακής πρός Δευτέρα πιά, κάθομαι να γράψω, έχουν λεχθεί τόσα πολλά στα δελτία ειδήσεων, στα blogs, στα forums, στίς παρέες, στα τηλέφωνα που πήρανε φωτιά, ώστε η εικόνα είναι πιά ξεκάθαρη. Ενας ώριμος άντρας 35 χρονων, πατέρας τριών παιδιών, αστυνομικός στο «καυτό» τμήμα των Εξαρχείων δέκα χρόνια τώρα, έμπειρος δηλαδή και εξοικειωμένος με τίς τοπικές εντάσεις, τσαντίστηκε για κάποιο λόγο με την παρέα του Αλέξη (και του Νικόλα που γιόρταζε) και αφού πήγε και παρκάρησε το περιπολικό παρέα με τον συνάδελφό του, γύρισε με τα πόδια στο ζαχαροπλαστείο, σκοτώσε το παιδί κι΄έστριψε κι΄έφυγε κουλαριστός και στην ψύχρα – όχι μόνος του, παρέα με ακόμα έναν σχιζοφρενή δολοφόνο, τον συνάδελφό του. Αστυνομικοί μιλάμε τώρα αυτοί οι δύο, στην υπηρεσία όλων μας, «για την ασφάλεια και την τάξη», υπερασπιστές τών νόμων και προστάτες των αδυνάτων. Αρρωστοι άνθρωποι που όμως κάπως έχουν ζήσει και απο κάποιους έχουν επηρεαστεί για να διαμορφώσουν τέτοιες προσωπικότητες. Δεν είναι εύκολο να δολοφονήσεις στην ψύχρα ένα παιδάκι, το παιδί σου ενδεχομένως. Πρέπει νάσαι απο πολύ σκληρό υλικό, επεξεργασμένο χρόνια στον κυνισμό και την έπαρση της εξουσίας.
Εν πάσει περιπτώσει το γεγονός συνέβη και για άλλη μια φορά η ανθρώπινη φύση μας άφησε όλους έκπληκτους και πανικόβλητους – με το «που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος». Το ζήτημα όμως δεν σταματάει εδώ. Και ο Φραντζής μας εξέπληξε όταν είδαμε οτι ένας συνάνθρωπός μας μπορούσε να κόψει κομματάκια την όμορφη, νέα, σαν τα κρύα τα νερά γυναίκα του και να την πετάξει σε διάφορους κάδους σκουπιδιών για να εξαφανίσει το πτώμα της. Εχουνε δεί πολλά τα μάτια μας και έχουμε πειστεί παγκοσμίως οτι το πιό άγριο θηρίο είναι αναμφισβήτητα ο άνθρωπος όταν χάσει τον έλεγχο και καταληφθεί απο κάποια ανεξήγητη και σκοτεινή μανία. Η μελαγχολική αυτή αλήθεια επιβεβαιώθηκε απλώς για άλλη μια φορά. Ομως ο δολοφόνος δεν ήταν κάποιος παρανοϊκος, ένα τζάνκι, ένας ψυχοπαθής που γουστάρει να εκτελεί δεκαπεντάχρονους και να στρίβει τη γωνία κουλαριστός. Ηταν αστυνομικός. Και δεν ήταν ένας αστυνομικός. Ηταν δύο αστυνομικοί – άσχετα με το ποιός τράβηξε τη σκανδάλη. Ηταν δύο. Θα μπορούσε ο «συνάδελφος» να τον συνεφέρει, να τού πεί «ελα ρε μεγάλε, με τα παιδάκια μας θα πάμε να τα βάλουμε, άσε το όπλο κάτω σε παρακαλώ αλλοιώς θα σε πυροβολήσω εγω». Οχι, δεν συνέβη τίποτα τέτοιο. Πήγανε ΔΥΟ μαζί και φύγανε, αφού σκοτώσανε το παληκαράκι, πάλι μαζί – σα να μη συνέβαινε τίποτα. Τούς βλέπουμε στο βίντεο που τράβηξε κάποια γειτόνισσα με το κινητό της απο το μπαλκόνι της. Προχωράνε και φεύγουνε χαλαρά. Στ΄αρχίδια τους ο κόσμος όλος. Κάνανε τη δουλειά τους και φεύγουνε με ψηλά το κεφάλι να πάνε πίσω στο περιπολικό.
Δεν πρόκειται λοιπόν για έναν «άγριο», «τσαμπουκά», «τζάμπα μάγκα» και λοιπά. Πρόκειται για δύο αστυνομικούς της Ελληνικής Αστυνομίας που έχουν σώας τα φρένας, οπλοφορούν νομίμως, είναι εκπαιδευμένοι - και ο φόνος ενός παιδιού λίγο τους ενδιαφέρει. Η αφαίρεση ζωής δεν είναι γι’ αυτούς τίποτα το σπουδαίο. Αν περνούσε και στο ντούκου (ποιός ξέρει πόσους δυστυχισμένους μετανάστες χωρίς χαρτιά και δυνατότητα διαμαρτυρίας έχουνε ξεπαστρέψει κάτι τέτοιοι), τότε ούτε που θα το θυμόντουσαν την άλλη μέρα. Η δολοφονία είναι γι’ αυτούς ρουτίνα καθώς φαίνεται. Αλλοιώς δεν εξηγείται. Ρουτίνα και εκτόνωση απο την πολλή φόρτιση που κουβαλάνε λόγω «της κωλοδουλειάς» που κάνουνε.
Μέχρι εδω ας πούμε πως βλέπουμε μια φριχτά κακόγουστη και αδικαιολόγητα βίαιη, δευτεροκλασσάτη Αμερικανιά στο DVD. Το απο δω και πέρα όμως δεν μπορούμε να το βολέψουμε εύκολα με δικαιολογίες όπως «κακιά στιγμή», «τι ήθελε κι΄αυτός ο μικρός στα Εξάρχεια», «θα πρέπει όμως να τούς μίλησαν πολύ άσχημα τα μικρά για να τούς εξοργίσουνε έτσι τους αστυνομικούς». Εχουμε πρόβλημα. Εχουμε θέμα. Περνάμε σε μια άλλη εποχή, θέλουμε δε θέλουμε.
Μπαίνουμε λοιπόν στην εποχή που συνηδητοποιούμε όλοι οτι έχουμε φτιάξει τίς τρείς τελευταίες δεκαετίες, μια κοινωνία εκτρωματική που δεν μπορεί να διακρίνει τίποτε, είναι βαθειά αμόρφωτη (με την ουσιαστική σημασία της λέξεως «μορφώνομαι») και έχει τόσο σαπίσει ώστε αποτελεί πιά μέγιστο πρόβλημα η εξυγίανσή της – λόγω «πολιτικού κόστους». Οι διεφθαρμένοι, οι ανενδοίαστοι, αυτοί που δεν κολλάνε πουθενά και δεν έχουνε ιερό και όσιο, είναι πιά τόσοι πολλοί ώστε ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις εύκολα. Και δεν είναι μόνο αυτό. Είναι πως αυτοί οι «πάρτα όλα» Ελληνες έχουν χωθεί βαθειά μέσα στούς μηχανισμούς, την ίδια τη ραχοκοκαλιά του κράτους, ώστε, τρομάζω που το λέω, κινδυνέυουμε να οδηγηθούμε σ΄έναν νέο, άλλου ήθους φυσικά, εμφύλιο πόλεμο αν αποφασίσουμε να απαλλαγούμε απ΄αυτούς. Είναι παντού χωμένοι και καλά διακλαδωμένοι, ριζωμένοι βαθειά στην παρανομία, το μαύρο χρήμα, το εμπόριο ναρκωτικών (καλά τα λέει ο Τράγκας επ΄αυτού, κι΄ας γκαρίζει και χάνει το δίκηο του), την απόλυτη διαπλοκή και την συνενοχή του «βάστα με να σε βαστώ» που είναι η μόνη απαράβατη «αρχή» του κοινού τους βίου.
Το ζήτημα είναι καθαρά πολιτικό και εξηγεί κιόλας γιατί έχει μεταμορφωθεί έτσι ο Καραμανλής κι΄έχει πρηστεί και δεν έχει το κουράγιο να σηκώσει ένα τηλέφωνο να μιλήσει με τη μάννα του δολοφονημένου παιδιού που θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν το παιδί του. Καλά, ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για θέματα ηθικής τάξεως, του αρκούσε να είναι πρωθυπουργός και να τον αγαπάνε, οπότε μοίραζε λεφτά, Τσοβόλα δώστα όλα, και περνούσε ωραία γιατί ήτανε και bon-viveur, του άρεσε η καλοπέραση και οι γκόμενες. Ο Μητσοτάκης και οι τρείς κυβερνήσεις συνεργασίας τι να προλάβουνε, ούτε που το διανοηθηκανε ν΄ανοίξουνε τέτοιες πληγές, είχανε άλλες ορθάνοιχτες. Δεν κάνανε απολύτως τίποτα. Ο Σημίτης κατα βάθος το ονειρευότανε να τούς χώσει όλους αυτούς στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και θα το χαιρότανε κιόλας – αν αυτό ήτανε εφικτό – να τούς εξαφανίσει. Η πρώτη τετραετία του μας έδωσε κάποιες ελπίδες – αλλά με τον Υπουργό Δικαιοσύνης (συγχωρεμένος πιά κι’ αυτός, δεν τον ανασύρω για να στεναχωρεθούμε) να πηγαίνει στα σκυλάδικα και να δηλώνει οτι «εδω, αυτοί είναι οι ναοί του σύγχρονου Ελληνικού πολιτισμού» και τούς στενούς του συνεργάτες όλους να κολυμπάνε στην μαρμίτα ανταγωνιζόμενοι αλλήλους ποιός θα χτίσει το πιό αυθαίρετο αυθαίρετο, κατάλαβε γρήγορα οτι δεν μπορεί να τα βάλει με όλο αυτό το πακεττο του υπόκοσμου που ακόμα μας κυβερνά και, σωστότατα ποιών, συγκεντρώθηκε στα εργα και τούς Ολυμπιακούς και το Ευρωπαϊκό προφίλ μας και τούς άφησε όλους αυτούς τους εγκληματίες να αλωνίζουνε ανεξέλεγκτοι, μέχρι που, φανερά ανακουφισμένος, παρέδωσε την σκυτάλη στον Γιώργο Παπανδρέου.
Αυτά τα δυό παιδιά, Καραμανλής και Παπανδρέου οι νύν, είχανε, το πιστεύω ειλικρινά, τίς καλύτερες προθέσεις. Μπορεί και να τίς έχουνε ακόμα, δεν ξέρω. Φοβάμαι όμως οτι δεν έχουν τίς απαραίτητες δυνάμεις, αλλά και τίς ικανότητες που χρειάζονται για να μας ανασύρουν απο τη λάσπη και να μάς αφήσουν να στεγνώσουμε λίγο απ΄το ΤΟΣΟ σκατό που έχουμε φάει τόσα χρόνια – πρίν πατήσουν το restart για μια πραγματική «επανίδρυση του κρατους», πράγμα που αποτελεί προϋπόθεση για να προχωρήσουμε. Ο Καραμανλής τούς τελευταίους μήνες με έχει φέρει σε πολύ δύσκολη θέση – δεν καταλαβαίνω τι κάνει πιά. Νομίζω οτι και ο ίδιος δεν ξέρει πιά τι συμβαίνει και γιατί συμβαίνει. Απο την ομιλία του στην έκθεση Θεσσαλονίκης και μετά είναι ένας μεταμορφωμένος άνθρωπος. Δεν το αποκλείω να περνάει και κατάθλιψη, να ζορίζεται περισσότερο απ΄όσο αντέχει ανθρώπινα.
Αν ήταν υγιής και διατηρούσε κάποια διάυγεια σήμερα θα είχε πάρει την Νατάσσα και θα είχανε πάει στο σπίτι του παιδιού, να δούνε τούς γονείς, να τούς σφίξουνε το χέρι, να τούς συλληπηθούνε. Θα είχε φωνάξει τίς τηλεοράσεις και θα μας είχε πεί δυό καθαρές κουβέντες – οτι αυτή η αλητεία δεν θα περάσει και οτι η αστυνομία θα απαλλαγεί απο τούς αλήτες της ακόμα και αν αυτό κοστίσει σε ψήφους πανάκριβα. Θα είχε πάει στο υπουργείο Εσωτερικών, θα είχε καλέσει στου Μαξίμου κάθε σχετικό και «υπεύθυνο» αμέσως ή εμμέσως. Και, κυρίως, όσο και αν τον πονούσε θα είχε κάνει δεκτή τουλάχιστον τη μία παραίτηση και θα είχε βρεί τον τρόπο, κοιτάζοντάς μας στα μάτια, να μας καθυσηχάσει και να μας κάνει να νοιώσουμε οτι υπάρχει κρατος και κυβέρνηση και δικαιοσύνη.
Δεν έκανε τίποτα απο όλα αυτά. Κρύφτηκε και εξαφανίστηκε και αυτό θα του κοστίσει πάρα πολύ ακριβά. Στο επόμενο γκάλοπ δεν θα είναι πιά ούτε «καταλληλότερος για πρωθυπουργός» και ο επόμενος πρωθυπουργός θα είναι ο Γιώργος Παπανδρέου, μια εξέλιξη που κανείς δεν θα την φανταζότανε πρίν λίγους μήνες.
Τουλάχιστον να ευχηθούμε, μέσα στο πανελλήνιο πένθος μας και την στεναχώρια, ο επόμενος πρωθυπουργός, όποιος κι΄αν είναι, να αποφασίσει την ρήξη. Μόνο αυτός που θα αποφασίσει την μεγάλη τομή τής απεμπλοκής του Κράτους απο το παρακράτος άπαξ και δια παντός, με όποιο κόστος, θα έχει τον λαό μαζί του ενεργά. Αυτό το έγκλημα που ζήσαμε το Σαββατοκύριακο ας γίνει αφορμή να παρθούν σοβαρές αποφάσεις και να πάψει η πολιτική να είναι το τσιφλίκι αυτών των γελοίων που βλέπω στο κανάλι της Βουλής με ρόζ ή κίτρινες ριγέ γραββάτες και κοστουμάκια απο γυαλιστερό μαύρο ύφασμα. Ας τούς ξεράσουμε επιτέλους και αυτούς και τούς άλλους, τούς εσωτερικούς εχθρούς μας, αυτούς που μας σταματάνε συνεχώς και δεν ολοκληρώνουμε ποτέ το «ένα βήμα μπρός» που μας αξίζει στο κάτω-κάτω.
Με λίγα λόγια ας μην τον ξεχάσουμε ποτέ τον Αλέξη. Ας γίνει η δολοφονία του ένας σταθμός στην σύγχρονη ιστορία μας. Να λέμε κάποτε «πρίν την δολοφονία του Αλέξη» και «μετά την δολοφονία του Αλέξη». Να αλλάξουμε δηλαδή στην μνήμη αυτού του παιδιού, τιμώντας τήν αθωότητά του και το τρυφερό του χαμόγελο που πρέπει να μας ενώσει, να γίνουμε μια γροθιά κόντρα στη φτήνεια, την αμορφωσιά, την χυδαιότητα, τον κυνισμό και το «πάρτα όλα». Νομίζω πως κατα βάθος είμαστε έτοιμοι γι’ αυτη την αναβάθμιση και την ρήξη με τον κακό μας εαυτό που αρκετά πιά επικράτησε, καιρός να πάει απο κεί πούρθε. Για να αρχίσουμε πάλι να χαμογελάμε ο ένας στον άλλον και να παλεύουμε για κάτι καλύτερο, πιό όμορφο, ένα σκαλοπάτι ανεβασμένο.
Μακάρι να μην πάει χαμένη αυτή η ψυχή που στείλαμε στον θάνατο πρίν την ώρα της όλοι εμείς οι σύγχρονοι Ελληνες, οι σκληροί και φτηνοί μπαγαμπόντηδες. Τώρα πια το ξέρουμε πως είμαστε συνένοχοι αν δεν κάνουμε επιτέλους κάτι, αν δεν διαμαρτυρηθούμε, αν δεν απαιτήσουμε αυτά που δικαιούμαστε απο την ίδια μας τη φύση. Δικαιοσύνη. Ισότητα. Μόρφωση.
Και μια κλίμακα αξιών. Γιατί χωρίς αυτήν την σκάλα που οδηγεί τον άνθρωπο «λίγο ψηλότερα», δεν γίνεται τίποτα.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστώ εκ μέρους όσων διάβασαν αυτήν την ανάρτηση. Πολλά θα διαβάζουμε για ακόμη περισσότερο καιρό. Ας επισημαίνονται τα αξιομνημόνευτα.

Γεύση απο κατσικίσιο τυράκι

Επίσκεψη στο τυροκομείο της Νικολέττας και του Δημήτρη ,  επάνω στην κορυφογραμμή που βλέπει και απο τις δυο πλευρές του νησιού.   Ολόφρεσκο...